Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

O (για κάποιους) ''παραλογισμός'' μου....

Kι έρχεται που λέτε μια μέρα, ένας φάκελος με αποστολέα τον Δήμο Θεσσαλονίκης....
Όντας περίεργος για το περιεχομένο του, τον ανοίγω και βλέπω με έντονα γράμματα τη λέξη ''Ένσταση''....

Διαβάζω προσεκτικά για να καταλάβω περί τείνος πρόκειται και διαβάζω ότι ο δήμος Θεσσαλονίκης αμφισβητεί αυτά που αναφέρονται στο Κτηματολόγιο αναφορικά με το σπίτι μου και διεκδικεί (επί της Β. Όλγας) κάποια μέτρα του οικοπέδου.

Επί τρεις μέρες προσπαθώ να επικοινωνήσω με ένα από τα τηλέφωνα που αναφέρονταν στο έγγραφο, αλλά μάταια...κανένα δεν απαντούσε.

Πήγα στην αρμόδια υπηρεσία του δήμου και απο εκεί μου είπαν να πάω στο Κτηματολόγιο για να πάρω την εισήγηση της απόφασης, όπως και έκανα.


Σήμερα (Παρασκευή 11/07/2014) γινόνταν η συζήτηση των ενστάσεων στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων στο δημαρχείο....Πάνω από 400-500 άνθρωποι να προσπαθούν να βγάλουν άκρη με αυτά που δυο-τρεις υπάλληλοι του Κτηματολογίου προσπαθούσαν να πουν...Άνθρωποι που ενημερώθηκαν μόλις χθες, άλλοι που ήρθαν ακόμα κι από την Κρήτη. Μικροφωνική δεν υπήρχε, με αποτέλεσμα να προκληθεί έντονος εκνευρισμός σε πολύ κόσμο που μέσα στην οχλαγωγία δεν μπορούσε να ακούσει, αψιμαχίες, ''γαλλικά'', απειλές.....



Όταν ήρθε η στιγμή της δικιάς μας (αφορούσε όλη την οικοδομή) κατάλαβα ότι αυτό το δίωρο που περασα εκεί ήταν εντελώς χαμένο....Η εισήγηση του κτηματολογίου ήταν απορριπτική (όπως έγραφε και το έγγραφο που είχα) προς την ένσταση του δήμου και ως εκ τούτου, εγώ και οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες φύγαμε με μια απορία στο μυαλό....

Τι ακριβώς ήρθαμε να κάνουμε εδώ;

Αυτό που ακούστηκε, είναι οτι επειδή περιμένουν κάποια χρήματα από την Ε.Ε. και πρέπει μέχρι τέλος Ιουλίου να παρουσιάσουν ότι γίνονται προσπάθειες για να υπάρξουν έσοδα....Δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει αυτό.

Η ανοργανωσιά σήμερα μου απέδειξε για πολλοστή φορά στα σαρανταένα μου χρόνια, ότι αυτή η χώρα δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ συνήθειες. Δυστυχώς...

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Τελικά....χρειαζόμαστε τον γερμανό μας;

Διαβάζω αυτό τον καιρό το βιβλίο του Dirk Müller (Mr. Dax), “Showdown” (ελ. ''Σύγκρουση'').

Το βιβλίο είναι Best Seller στη Γερμανία. Ένα από τα συμπεράσματα που βγάζει κάποιος διαβάζοντας το είναι ότι το ΔΝΤ καταστρέφει σκόπιμα την Ελλάδα για να ξεπουληθούν τα κοιτάσματά της!. Και αυτό το λέει ένας Γερμανός, διακεκριμένος οικονομολόγος που δεν είναι αριστερός.

Σε αυτό θα αναφερθώ σε άλλη χρονική στιγμή. Θεωρώ ότι όταν κάποιες ''αλήθειες'' τις διαβάζεις από τέτοιους ανθρώπους αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα.

Θέλω να κάνω μια αναδρομή όμως στην ιστορία της Ελλάδας και στη σχέση των Ελλήνων με το κράτος. Πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον και διαβάζοντας το μπορούμε να ''εξηγήσουμε'' πρώτα απ' όλα στους εαυτούς μας γιατί φτάσαμε στον πάτο...

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Στην Ελλάδα αντί να χολοσκάνε με δυσάρεστες μεταρρυθμίσεις και ατέρμονες συζητήσεις, οι ιθύνοντες του τόπου προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν το φτηνό χρήμα για να καλοπιάσουν πολιτικές φιλίες, συγγενείς, γνωστούς και ψηφοφόρους με γενναιόδωρα ρουσφέτια. Τα ρουσφέτια έχουν παράδοση αιώνων στην Ελλάδα....

Το γεγονός ότι δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο καταδεικνύεται και από μια περιγραφή της κατάστασης στην Ελλάδα σε μια εποχή κατά την οποία η ελληνική ιστορία συνδεόταν άρρηκτα με τη Γερμανία. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι τα γαλανόλευκα εθνικά χρώματα της Ελλάδας ταίριαζαν με τη Βαυαρία. Δεν κάνω πλάκα, είναι γεγονός ότι το 1832 ο Βαυαρός πρίγκιπας Όθωνας ανακηρύχτηκε από την ελληνική Εθνοσυνέλευση «Βασιλεύς Όθων Α', ελέω Θεού, Βασιλεύς της Ελλάδος». Από την πατρίδα του ο Όθωνας έφερε μαζί του την ανάμνηση των χρωμάτων του ποταμού Ίζαρ, χρώματα που άρεσαν τόσο πολύ στους Έλληνες, που ακόμη και σήμερα τα συναντά κανείς μέχρι και στις λεκιασμένες από τζατζίκι χαρτοπετσέτες.

Στην όψιμη φάση αυτου του ελληνογερμανικού ειδυλλίου χρονολογείται και το ακόλουθο δημοσίευμα της εφημερίδας Schlei-Bote στις 17 Μαίου 1897:

«Μπορεί το ελληνικό κράτος να είναι φτωχό, αλλά δεν ευθύνεται αυτό. Χειρότερη ακόμη κι από τη φτώχεια του όμως είναι η δεινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Όποια κι αν είναι η σύνθεση των υπουργείων, υπάρχει μονίμως έλλειψη χρηματικών πόρων. Εκατομμύρια κι εκατομμύρια που κανονικά θα έπρεπε να διατίθενται για την υλοποίηση μεγάλων και ωφέλιμων για τη χώρα έργων μπαίνουν σε άλλες τσέπες αντί για τις τσέπες των μηχανικών και των εργατών που εκτελούν τις εργασίες. Ενδεικτικά, κατά την κατασκευή της περίφημης διώρυγας της Κορίνθου εξανεμίστηκαν 80 εκατομμύρια... Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα από την Τουρκία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έως τους γάμους του διαδόχου του θρόνου πρίγκιπα Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας οι Έλληνες υπουργοί Οικονομικών τσέπωναν το ένα δάνειο ύψους 100 εκατομμυρίων μετά το άλλο. Μεγάλες τράπεζες στο Γερμανικό Ράιχ, στη Γαλλία και στην Αγγλία αναλάμβαναν με προθυμία τη διαμεσολάβηοη, και όλα αυτά τα πανέμορφα ποσά που η αξία τους έχει πλέον απομειωθεί κατά τα 2/3 θα πάνε χαμένα, αν δεν προκύψει βέβαια ανατροπή του καθεστώτος.



»Το δημόσιο χρήμα στην Ελλάδα διασπαθίζεται αμέσως, αφού δε γίνεται καμία αξιόλογη προσπάθεια αξιοποίησής του προς το συμφέρον της χώρας. Ακόμη και για στρατιωτικούς σκοπούς δεν απομένει τίποτα. Τα δανειζόμενα κεφάλαια βρέθηκαν πρόσφατα στο επίκεντρο της διαμάχης για τις τρέχουσες κρατικές δαπάνες, τις οποίες οφείλουν να καλύψουν οι φορολογούμενοι πολίτες. Στη σύγχρονη Ελλάδα, ωστόσο, είθισται οι υποστηρικτές του εκάστοτε πρωθυπουργού και οι δικοί του άνθρωποι να θεωρούν αποκλειστικό τους προνόμιο να πληρώνουν όσο λιγότερους φόρους γίνεται στο κράτος ή, ακόμη καλύτερα, να μην πληρώνουν καθόλου. Καθώς η Ελλάδα αλλάζει περίπου δύο κυβερνήσεις το χρόνο, μπορεί κανείς να υπολογίσει πόσοι από τους πληρωτέους φόρους καταβάλλονται τελικά. Πόσο τρυφερά και στοργικά συναισθήματα τρέφουν οι κυβερνήσεις για τους ψηφοφόρους τους αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όλοι οι υπουργοί ψήφισαν εντελώς αβασάνιστα υπέρ της μείωσης των αποδόσεων για τους ξένους κατόχους ελληνικών κρατικών τίτλων, ενώ στους Έλληνες κατόχους εξακολουθούν να καταβάλλονται κανονικά.

»Η Ελλάδα διατυμπάνιζε ότι θα ικανοποιήσει όλους τους πιστωτές της αν της επιτρέψουν να κρατήσει την Κρήτη. Πρόκειται για σχήμα λόγου βεβαίως, καθώς σε μια Ελλάδα όπου θεριεύει το μικρόβιο της μεγαλομανίας έχουν κατακλέψει τα δημόσια ταμεία. Προκειμένου να μπει τάξη οπα δημόσια οικονομικά, μόνο ένας αυστηρός δημοσιονομικός έλεγχος θα μπορούσε να βοηθήσει, διότι μπορεί το ελληνικό κράτος να είναι πάμπτωχο, οι Έλληνες ωστόσο πόρρω απέχουν από αυτό. Αλλά η Αθήνα πολύ δύσκολα θα προβεί σε τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις παρά μόνο με την άσκηση έντονων πιέσεων. Και παρόλο που η Γερμανία θα το ήθελε, το αν θα συνδράμουν και οι άλλες ενδιαφερόμενες δυνάμεις, δηλαδή η Αγγλία και η Γαλλία, παραμένει ένα ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να βρισκόμαστε σε επιφυλακή, διαφορετικά όλα τα χρήματα που έλαβε η Ελλάδα θα χαθούν εντελώς. Το να θέλει κανείς να δείχνει επιείκεια σε ένα τέτοιο κράτος είναι παραλογισμός, αλλά η μακροθυμία πολλών από τις μεγάλες δυνάμεις απέναντι στην Ελλάδα φαίνεται να είναι βαθιά, πολύ βαθιά».

Μόνο το πομπώδες ύφος της γραφής και η ημερομηνία του 1897 μας θυμίζουν ότι οι αράδες αυτές δεν προέρχονται από τη Suddeutsche Zeitung της προηγούμενης Δευτέρας. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Από τη σκοπιά των Γερμανών είναι φυσικά πολύ βολικό τότε όπως και τώρα- να κάθεσαι χαλαρά και να κοροϊδεύεις τους Έλληνες. «Ναι, ναι, οι Έλληνες - δεν είναι όπως εμείς. Σίγουρα ως ψήστες είναι άπιαστοι, αλλά με τους φόρους δεν τα πάνε καλά. Είναι λωποδύτες. Και εντάξει, την Κρήτη δέχομαι να τους την πληρώσω -αν μου τη σερβίρουν και με λίγο ουζάκι-, αλλά όχι να στέλνω και τα ωραία μου λεφτά σ’ αυτούς τους απατεώνες στην Αθήνα! Αυτό παραπάει!»

Λόγω του πρωσικού κατάλοιπου της υπέρμετρης αφοσίωσης στο κράτος οι Γερμανοί αδυνατούν να κατανοήσουν γιατί στην Ελλάδα τα φορολογικά ρολόγια χτυπούν διαφορετικά.

Γιατί το κράτος στην Ελλάδα δε θεωρείται σημαντικό στοιχείο της κοινωνίας, αλλά μάλλον το βλέπουν σαν ένα κοινό δαιμόνιο που πρέπει από κάθε άποψη να αποφεύγεται. Στο σημείο αυτό, για να θέσουμε την ελληνογερμανική αντίληψη σε διαφορετική βάση από τη γαστρονομική, χρειάζεται να ανατρέξουμε και πάλι στο παρελθόν. Εδώ ταιριάζει απόλυτα το παλιό γνωμικό: «Μόνο όποιος γνωρίζει ιστορία καταλαβαίνει το παρόν».

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα μακρινή σε μια εποχή αλλοτινή όπου υπήρχε ένα λίκνο. Στο λίκνο αυτό η νεογέννητη δημοκρατία ξελαρυγγιαζόταν στο κλάμα, μεγάλωνε και αναπτυσσόταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο; Όχι. Μια μικρή μοναρχία σε ένα νησί βόρεια της Γαλλίας αντιστεκόταν σθεναρά στη νέα ιδέα... Με συγχωρείτε, παρεκτράπηκα.

Αυτή η ιστορία με το λίκνο της δημοκρατίας είναι πολύ, πολύ παλιά - δυόμισι χιλιάδων χρόνων περίπου. Στο μεταξύ, Ρωμαίοι, Σλάβοι, Οθωμανοί, Ιταλοί και Γερμανοί πέρασαν από τη χώρα λιγότερο ή περισσότερο εχθρικοί και πέρα από τη δημοκρατία πήραν μαζί τους και άλλους θησαυρούς της. Στους Οθωμανούς μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 άρεσε τόσο πολύ η Ελλάδα, που έμειναν τετρακόσια χρόνια, απολαμβάνοντας την περιβόητη ελληνική φιλοξενία. Αυτό ήταν πολύ βαρύ ακόμη και για τους καλοκάγαθους Έλληνες, και έτσι οι Οθωμανοί αναγκάζονταν να αποσπούν ό,τι δεν εισέπρατταν οικειοθελώς από τον ελληνικό λαό με την επιβολή του νόμου (χαράτσι).

Το γεγονός ότι ο Έλληνας δεν αναπτύσσει φιλόστοργες σχέσεις με αυτό το καθεστώς, αλλά απομυζεί όσο περισσότερα μπορεί από «τους από πάνω» του, με κάθε ευκαιρία τους γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και φροντίζει να ρυθμίζει μόνος του τα θέματά του με τους γείτονες και την οικογένειά του προτού καταφυγει στον κοτζαμπάση είναι απόλυτα κατανοητό. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες αγώνων, από το 1821 έως το 1919, μέχρι να ξαποστείλουμε τον απρόσκλητο Οθωμανό επισκέπτη και από την τελευταία ελληνική καμαρούλα. Δυστυχώς όμως ούτε λόγος για μια ξέγνοιαστη ανάπαυλα ή την αρμονική οικοδόμηση του νεοσύστατου κράτους, αφού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Γερμανοί εισβάλλουν μαζί με τους Ιταλούς στην ελληνική επικράτεια και λυμαίνονται τα πάντα. Για ακόμη μια φορά αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες πήραν ό,τι μπόρεσαν κι ακόμη παραπάνω. Αντί να πληρώσουν, λεηλάτησαν τα δημόσια ταμεία.

Από τα παραμυθάκια ας μεταφερθούμε τώρα στη σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα της ελληνικής ιστορίας, την οποία επιβάλλεται να γνωρίζει κανείς για να καταλάβει τη σημερινή πολυσύνθετη κατάσταση της Ελλάδας. Μόνο όποιος γνωρίζει την τραγική ιστορία του ελληνικού λαού μπορεί να κατανοήσει χωρίς υπεροψία γιατί η Ελλάδα, οι πολίτες και οι κυβερνήσεις της είναι σήμερα έτσι όπως είναι, πώς οι Γερμανοί βιώνουν την κατάσταση και για ποιο λόγο η έπαρση είναι εντελώς άτοπη.

Πράγματι, η αρχαία Ελλάδα (750-176 π.Χ.) ήταν το λίκνο του δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας. Στις πόλεις- Κράτη συντελέστηκαν, ιδίως από τον 5ο αιώνα π.Χ., πολιτικές μεταρρυθμίσεις κατά τις οποίες οι (άρρενες) πολίτες είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα κοινά. Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε γύρω στο 350 π.Χ. το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας: την ελευθερία. Οι πολίτες δε γινόταν να κυβερνιούνται αιώνια από άλλους, αλλά θα ήταν οι ίδιοι εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Για τη συμμετοχή στην εκκλησία του δήμου δεν απαιτούνταν εξειδικευμένες γνώσεις, η θητεία της ήταν σύντομη και η μια συνέλευση διαδεχόταν την άλλη. Οι αξιωματουχοι επιλέγονταν με κλήρωση - σε αρκετές χώρες η κλήρωση δε θα ήταν διόλου οπισθοδρομική. Με τον τρόπο αυτό δεν ευνοούνταν η δημιουργία μιας ελίτ των ισχυρών ή μυστικών συμμαχιών. Ιδέες που μπορούμε να εφαρμόσουμε ακόμη και στις μέρες μας, κι ας έχουν χαθεί κάποια στοιχεία, ιδιαίτερα σε θέματα ελευθερίας; Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες για τις μετέ- πειτα εξελίξεις και ιδιαιτερότητες, καταλήγουμε ότι δικαίως η Ελλάδα θεωρείται το «λίκνο της δημοκρατίας».

Ωστόσο, γύρω στο 146 π.Χ. η δημοκρατική αυτοδιάθεση των Ελλήνων ανακόπηκε. Στη χώρα κατέφθασαν οι Ρωμαίοι -με διόλου ειρηνικές διαθέσεις- και έκαναν ό,τι κάνουν πάντα οι δυνάστες: καταδυνάστευσαν. Κατέλυσαν τη δημοκρατία και υποδούλωσαν τους δημοκρατικούς Έλληνες πολίτες. Οι φόροι συλλέγονταν από ξένους άρχοντες και η μοίρα της επαρχίας της Ελλάδας κρινόταν στη μακρινή Ρώμη. Όταν οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακολούθησαν σλαβικά φύλα που έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. επικράτησαν σε απομακρυσμένα τμήματα της Ελλάδας και -όπως υποθέσατε- έκαναν πλιάτσικο. Και κάπως έτσι κύλησαν τα χρόνια.

Τους επόμενους αιώνες όλοι οι γειτονικοί λαοί έκαναν μια σύντομη επίσκεψη στη χώρα βάζοντας χέρι στα ταμεία των πολιτών. Βούλγαροι, Νορμανδοί από τη Σικελία, Ιππότες από τη Β' (1147) αλλά και τη Δ' Σταυροφορία (1204) επιδίδονταν σε λεηλασίες και μοιράζονταν τα λάφυρα μεταξύ τους. Το φάντασμα της κατοχής από τους σταυροφόρους και τους οπαδούς τους έλαβε τέλος περί τα 1453. Αλλά μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα για τους πολύπαθους Έλληνες. Διότι οι Οθωμανοί που τους διαδέχτηκαν δεν ήταν καλύτεροι. Όπως αναφέρθηκε, οι Οθωμανοί παρέμειναν τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Παρόλο που στη διάρκεια αυτού του μεγάλου διαστήματος η ελληνική οικονομία παρουσίασε ανάπτυξη -τετρακόσια χρόνια σταθερότητα για τον επενδυτικό σχεδιασμό είναι σημαντικός προωθητικός παράγοντας- και πάλι ήταν μια περίοδος κάτω από ξένο ζυγό, μια περίοδος καταβολής φόρων σε ξένους κατακτητές. Έτσι, από την τελευταία φορά που οι Έλληνες ήταν ανεξάρτητοι, δηλαδή από την αρχαιότητα, πέρασαν σχεδόν δυο χιλιετίες, ώσπου κατά το 1820, λόγω της πτώσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της επιτυχούς έκβασης της Γαλλικής Επανάστασης και του μεταβαλλόμενου γενικότερου πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη, άρχισε να γίνεται πρόσφορο το έδα¬φος για τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού έθνους.

Η Επανάσταση του 1821 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βρήκε στήριξη τα επόμενα χρόνια από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, οι οποίες βέβαια προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, όπως κάθε φορά που παίρνει πόδι ο προπονητής μιας ομάδας, τέθηκε το γνωστό ζήτημα διαδοχής. Ιδίως οι Βρετανοί υποστήριζαν ότι η Ελλάδα έπρεπε να αποκτήσει την εθνική της ανεξαρτησία μόνο ως μοναρχία. Ο βασιλιάς Ότο Ρεχάγκελ δεν ήταν διαθέσιμος εκείνα τα χρόνια, αλλά επειδή από τότε επικρατούσε η πεποίθηση ότι ο Έλληνας θέλει το Γερμανό του, το 1832 η Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων χωρίς δεύτερη σκέψη ανακήρυξε το βασιλιά Όθωνα Α', ελέω Θεοΰ, βασιλέα της Ελλάδος, τον οποίο, όπως θυμόμαστε, δανείστηκαν από τη Βαυαρία. Ο Όθωνας ήταν εκεί ο δευτερότοκος πρίγκιπας του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας. Όπου υπάρχει έλλειψη προσωπικού λόγω καρατομήσεων οι βασιλικοί οίκοι είναι πάντοτε πολύ πρόθυμοι να αλληλοβοηθιούνται.

Άψογα! Για άλλη μια φορά δεν εμπιστεύτηκαν τους Έλληνες να κάνουν οι ίδιοι κουμάντο στο μαγαζί τους. Ξεσηκώθηκαν λοιπόν με μια ευρείας κλίμακας επανάσταση κατά των Οθωμανών για να καταλήξουν υπό την εξουσία ενός Γερμανού μονάρχη κατά το γνώριμο πλέον τρόπο. Αλλά πλέον -ύστερα από περίπου δυο χιλιάδες σαράντα χρόνια- το ποτήρι είχε ξεχειλίσει, και το 1862, κόντρα στα έθιμα της εποχής, εκθρόνισαν αναίμακτα τον Όθωνα.

Από την εθνική ανάταση για την αιφνίδια επιτυχία τους και τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία τους οι Έλληνες πέρασαν στην α\αζονεία. Η μικρή ηπειρωτική Ελλάδα που είχε απομείνει ύστερα από όλα τα μπερδέματα, τις κατοχές και τις ανακατατάξεις δεν ήταν αρκετή για τους Έλληνες και η χίμαιρα της Μεγάλης Ελλάδας ανέβαζε το ηθικό του λαού. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα όταν κάποιος ονειρεύεται και πιστεύει σε μια μεγάλη ιδέα, πίστεψαν πως ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να επιτευχθεί μόνο διά της στρατιωτικής οδού. Ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι πτωχεύσεις του ελληνικού κράτους και οι συνέπειές τους, ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897), η συμμετοχή στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1917) - και πάλι ενάντια στους Οθωμανούς. Με την επίσημη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου η κατάσταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας βγήκε κυριολεκτικά εκτός ελέγχου, καταλήγοντας στην πανωλεθρία των Ελλήνων κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ως εκ τούτου, τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας χαράχτηκαν εκ νέου και ακολούθησαν βίαιες αμοιβαίες εκτοπίσεις πληθυσμών. Από τα τουρκικά εδάφη εκτοπίστηκαν διά της βίας 1,1 εκατ. Έλληνες χριστιανοί, ενώ από τα ελληνικά πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι. Καμιά από τις δυο πλευρές δεν έχει σβήσει από τη μνήμη της αυτό το αιματηρό ορόσημο, με αποτέλεσμα η έχθρα μεταξύ των δύο λαών να συντηρείται από τότε μέχρι και τις μέρες μας.

Στη συνέχεια, στην Ελλάδα επικράτησε χάος μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, που ήθελαν την επιστροφή του βασιλιά τους. Η δημιουργία ενός κράτους αποδεικνύεται πολύ διαφορετική στην πράξη. Το πρόβλημα διευθετήθηκε από μόνο του το 1940 με το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Η Ελλάδα βρέθηκε μετέωρη ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις από τη μια πλευρά και τον άξονα Βερολίνου-Ρώμης από την άλλη. Προηγήθηκε η επέλαση των Ιταλών και ακολούθησε η εισβολή των Γερμανών. Οι Έλληνες συνθηκολόγησαν και σε ολόκληρη την επικράτεια εγκαταστάθηκαν γερμανικές αρχές κατοχής, οι οποίες απομυζούσαν την ελληνική οικονομία. Η Γερμανία λεηλατούσε την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό και έστελνε κρυφά όλα τα πιθανά προϊόντα, μηχανήματα παραγωγής και τρόφιμα, στο Ράιχ. Ο ελληνικός λαός αντέδρασε στην πείνα και στην εξαθλίωση με εκτεταμένο ανταρτοπόλεμο, ενώ η Βέρμαχτ ανταπάντησε με βαναυσότητα.

Οι συνέπειες για τον ελληνικό λαό δεν περιγράφονται με δυο λόγια. Οι περισσότεροι από 100.000 θάνατοι λόγω λιμού στην Αθήνα τους χειμώνες του 1941-42 και 1942-43 είναι ενδεικτικοί. Η ελληνική βιομηχανία είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Οι πολεμικές αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων κατά προσέγγιση μόνο μπορεί να υπολογιστεί, από τη Γερμανία προς την Ελλάδα δεν καταβλήθηκαν ποτέ, και ενώ για τη Γερμανία μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προβλεπόταν σχέδιο ανοικοδόμησης (σχέδιο Μάρσαλ) η Ελλάδα αφέθηκε στο έλεός της. Ίσως με αυτό το υπόβαθρο γίνεται τώρα λίγο πιο κατανοητό για ποιο λόγο οι Έλληνες αντιδρούν με αρκετή ευθιξία (και φορώντας ναζιστικές στολές) όταν η Γερμανία μερικές δεκαετίες αργότερα ανακοινώνει: σας στέλνουμε τους εφοριακούς και τους διοικητικούς υπαλλήλους μας για να παρακολουθούν και να εποπτεύουν την οικονομία σας.

Η μετάβαση από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα έγινε ομαλά με έναν εμφύλιο πόλεμο που είχε τις ρίζες του στα τεκταινόμενα κατά την ιταλογερμανική κατοχή. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα οι ΗΠΑ υποστήριζαν όσες δυνάμεις στην Ελλάδα τάσσονταν ενάντια στις «κομουνιστικές σκευωρίες» που γίνονταν στη χώρα. Έτσι εξασφαλίστηκε η πρώτη οικονομική βοήθεια και κατέστη εφικτή η ανοικοδόμηση της χώρας, έστω και με αργό ρυθμό. Εκείνα όμως τα χρόνια ήταν ταραχώδη από πολιτική άποψη και έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 1967 με το στρατιωτικό Πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Και αυτό πρέπει να ήταν δάκτυλος των Αμερικανών, στο όνομα του ιερού πολέμου κατά του κομουνισμού.

Εδώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι δυνάμεις των ΛΟΚ, μιας μάχιμης δεξιών πεποιθήσεων ομάδας ανταρτών που ξεκίνησε κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον εμφύλιο, που ακολούθησε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΛΟΚ είχαν διακριθεί στις μάχες κατά των κομουνιστών. Τότε οι λόχοι είχαν δεχθεί ενισχύσεις από βρετανικές μονάδες. Κατά τη δεκαετία του 1960 η τότε κρατική υπηρεσία πληροφοριών ανέλαβε από κοινού με τη CΙΑ την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό της μονάδας.

Από τους ΛΟΚ ξεκίνησε και το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 στην Αθήνα, καθώς εισέβαλαν στο Πεντάγωνο και το κατέλαβαν προκειμένου να αποτρέψουν την επικείμενη εκλογή του φιλελεύθερου κεντροαριστερού Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε σπουδάσει στις ΗΠΑ, είχε υπηρετήσει στους Αμερικανούς πεζοναύτες, και μάλιστα από το 1944 έως το 1963 κατείχε την αμερικανική υπηκοότητα, την οποία αποποιήθηκε για να εκλεγεί στη Βουλή των Ελλήνων. Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου στρεφόταν όλο και περισσότερο κατά των ΗΠΑ, της στρατιωτικής παρουσίας τους και των «κοριών» που είχε φυτέψει η CΙΑ στα ελληνικά κυβερνητικά κτίρια.

Η χούντα των συνταγματαρχών έφερε στην εξουσία μια εξαιρετικά φιλοαμερικανική στρατιωτική κυβέρνηση, και πατήρ και υιός Παπανδρέου κατέληξαν στη φυλακή, αν και αργότερα ο Ανδρέας βρέθηκε εξόριστος στη Σουηδία. Από εκεί κατηγορούσε δημοσίως τη CΙΑ ότι ευθυνόταν για τη χούντα. Ακολούθησαν αρκετά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας και καταπίεσης. Το 1974 οι Έλληνες κατόρθωσαν να αποτινάξουν τη δικτατορία, να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία και να οικοδομήσουν ένα τρόπον τινά σύγχρονο κράτος. Και σε αυτά τα λιγοστά χρόνια η Ελλάδα είναι ξανά σε θέση να αναπτύξει μια οικονομία αντάξια του ονόματος της.

Συνοψίζοντας, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο ελληνικός λαός εδώ και σχεδόν δύο χιλιάδες διακόσια χρόνια ήταν υποταγμένος στην κυριαρχία και στην αυθαιρεσία ξένων δυνάμεων. Δυνάμεων οι οποίες ποτέ δεν είχαν κατά νου το καλό του ελληνικού λαού, αλλά το καλό των δικών τους λαών ή τα δικά τους προσωπικά οφέλη. Πάνω από δυο χιλιετίες οι Έλληνες είχαν μάθει ότι η κυβέρνηση ή το κράτος ήταν ο εχθρός. Δεν ήταν πλέον υπόθεση του λαού αλλά ένα εχθρικό μόρφωμα το οποίο απέφευγαν με κάθε τίμημα. Δεν είναι συνεπώς παράλογο που εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα όπου με την παραμικρή ευκαιρία οι πολίτες κατέκλεβαν το κράτος, φοροδιέφευγαν, και μάλιστα χωρίς τύψεις. Ο λαός φρόντιζε να τα έχει καλά μεταξύ του. Βασιζόταν στους δεσμούς της οικογένειας και στο φιλικό του περιβάλλον, όπου ο ένας βοηθούσε, υποστήριζε και προστάτευε τον άλ\ο όσο καλύτερα μπορούσε. Έτσι μόνο τα έβγαζε πέρα.

Δεν είναι αφελές να πιστεύουμε ότι ένα τέτοιο πρότυπο συμπεριφοράς, που γεννήθηκε από ανάγκη, που είναι χαραγμένο στη συλλογική μνήμη εδώ και πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια και το οποίο στιγμάτισε έναν ολόκληρο λαό, μπορεί να αλλάξει σε μία μόλις γενιά (τριάντα πέντε χρόνια); Χρειάζονται εντονότερες προσπάθειες και περισσότερα χρόνια ώστε το κράτος και οι λειτουργοί του να μπορέσουν να ξανακερδίσουν την προ πολλού χαμένη εμπιστοσύνη του λαού. Μόνο τότε μπορεί κανείς να πιστεύει ότι με τον καιρό θα εδραιωθεί ένα αίσθημα ταύτισης με το κράτος, όπου οι φόροι θα έχουν απτό αντίκρισμα. Η Ελλάδα απέχει παρασάγγας από αυτή την κατάσταση. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί που τη σήμερον ημέρα κατέχουν τα αξιώματα μιμούνται πιστά και ευλαβικά τους προκατόχους τους δυσκολεύει σημαντικά την εξέλιξη αυτή. Στο μεταξύ, οι άλλοτε κατακτητές έδωσαν τη θέση τους στους πολιτικούς του τόπου, οι οποίοι νοιάζονται μόνο για την καλοπέραση τη δική τους και των «κουμπάρων» τους. Τι άλλαξε λοιπόν για τον ελληνικό λαό; Σας φαίνεται παράξενο που το δημοσίευμα του Schlei-Bote από το 1897 είναι τόσο επίκαιρο;

Οι παραπάνω αράδες σε καμία περίπτωση δεν έχουν σκοπό να προσφέρουν μια δικαιολογία του τύπου: «Αχ, οι κακόμοιροι οι Έλληνες είναι καταδικασμένοι, ας συνεχίσουμε να τους δίνουμε λεφτά, αυτοί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς». Δεν είναι αυτή η πρόθεση μου. Ωστόσο, ίσως οι αράδες αυτές μας κάνουν να καταλάβουμε γιατί η τόσο εξοργιστική για μας κατάσταση στην Ελλάδα είναι έτσι όπως είναι. Ενδεχομένως θα βοηθούσε αν παραμερίζαμε την επιτηδευμένη υπεροψία μας και δείχναμε σεβασμό απέναντι σε ένα λαό με μια θλιβερή και οδυνηρή ιστορία τουλάχιστον δυο χιλιάδων ετών. Μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί οι Έλληνες διαδηλώνουν κατά των χαρτογιακάδων από τη Γερμανία, κατά των νέων κατακτητών από τις Βρυξέλλες, κατά των νέων ρυθμίσεων που για άλλη μια φορά θέλουν να τους επιβάλουν οι ξένες δυνάμεις. Αν μη τι άλλο, θεωρώ κατανοητό ότι ένας λαός ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια έχει βαρεθεί και ενόψει του τρυφερού βλασταριού της νεαρής αυτοδιάθεσής του λέει «Την περιμέναμε την ανάμειξή σας!»

Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει έναν εντελώς νέο κρατικό μηχανισμό, πέρα από την πεπατημένη οδό. Η συμμορία των παλιών πολιτικών που τα τσέπωναν πρέπει να εκδιωχτεί από την εξουσία. Πρέπει να αντικατασταθεί από μια νέα γενιά πολιτικών, που σθεναρά θα στραφεί ενάντια στη διαφθορά και στο λάδωμα και θα εξασφαλίσει στον ελληνικό λαό έναν κρατικό μηχανισμό που σταδιακά θα μπορέσει να εμπιστευτεί. Δυστυχώς, εξαιτίας της δραματικής ιστορίας της χώρας, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να υπάρξει έξωθεν. Ούτε οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ούτε οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί ή οι ιθύνοντες των Βρυξελλών μπορούν να προωθήσουν αυτή την πολιτική εξέλιξη. Πρέπει και μπορεί να προέλθει αποκλειστικά από την ίδια την Ελλάδα. Η νεολαία οφείλει να ξεσηκωθεί, να διώξει την παλιά φρουρα από τα αξιώματα και να εγκαθιδρΰσει μια καινούρια δημοκρατία. Το αν τα νεαρά Ελληνόπουλα θα ζητήσουν τη στήριξη της Ευρώπης σε εξειδικευμένους τομείς των δημόσιων οικονομικών ή σε άλλους οργανωτικούς τομείς είναι εντελώς διαφορετικό από το να τους επιβάλουμε «βοήθεια» με το σύνθημα: Εμείς πληρώνουμε, άρα εσείς θα δεχτείτε τους συμβουλάτορες μας.

Πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για βοήθεια καταδεικνύεται το γεγονός ότι μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμα κτηματολόγιο. Η σημασία του κτηματολογίου για τη δημιουργία μιας βάσης που θα διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων σχετικά με σημεία οικονομικού ενδιαφέροντος ή φορολογικά θέματα είναι αυτονόητη. Στην Ελλάδα απουσιάζουν όλες οι υποδομές ενός σύγχρονου κράτους, οι οποίες όμως θα πρέπει να δρομολογηθούν και να δημιουργηθούν από τους ίδιους τους Έλληνες. Και στην περίπτωση αυτή η εξωτερική πίεση είναι αντιπαραγωγική, όπως μας έχει αποδείξει η ελληνική εμπειρία, και επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Αυτό όμως σημαίνει ότι ένα τέτοιο «αποτυχημένο κράτος» δεν μπορεί να είναι ισότιμο μέλος μιας νομισματικής ή οικονομικής ένωσης όπως είναι η ζώνη του ευρώ, η οποία μπορεί να ελπίζει σε μια μακροχρόνια επιτυχημένη ύπαρξη μόνο αν τα μέλη της ακολουθούν, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, τους ίδιους κανόνες παιχνιδιού.
Παραμένει λοιπόν αναπάντητο το ερώτημα: πρέπει η Ελλάδα να βγει από το ευρώ; Από την άποψη των δημόσιων οικονομικών η απάντηση είναι μία: φυσικά!

Στην αρχή συζητήσαμε πόσο σημαντικό είναι για μια χώρα το νόμισμά της να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της οικονομίας της και ότι το σημερινό νόμισμα των Ελλήνων, το ευρώ, υπερβαίνει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας κατά 100%. Είναι σαφές ότι υστέρα από μια μικρή βόλτα στην ελληνική ιστορία και λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για ένα οικοδόμημα που μπορεί να χαρακτηριστεί «αποτυχημένο κράτος», είναι εντελώς ουτοπικό να βάζουμε την Ελλάδα στο ίδιο επίπεδο με χώρες όπως η Ισπανία ή η Γαλλία, για να μη μιλήσουμε καν για τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία. Με μια δραχμή που η αξία της θα αντανακλούσε τις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας κάτι τέτοιο θα ήταν ηράκλειος άθλος, αλλά με ένα ευρώ διπλάσιο της αξίας του είναι επιεικώς ανέφικτο.

Τι θα άλλαζε με μια ενδεχόμενη έξοδο των Ελλήνων από το ευρώ; Αν πατήσετε το πόδι σας σε ένα ελληνικό σούπερ μάρκετ σήμερα, θα βρείτε ολλανδικές ντομάτες και γερμανικά γιαούρτια. Αν οι Έλληνες δεν είχαν στην τσέπη τους το (πολύ ισχυρό) ευρώ αλλά την πιο αδύναμη νέα δραχμή, θα ήταν ακριβό να εισάγουν ντομάτες από τη ζώνη του ευρώ. Άρα ο κόσμος θα έβρισκε ξανά στα ράφια ελληνικές ντομάτες και ελληνικά γιαούρτια. Λόγω της ευνοϊκής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο πρόθυμος τουρίστας από κάθε γωνιά του πλανήτη θα σκεφτόταν μήπως στις επόμενες διακοπές του το ελληνικό ουζο ήταν μια ευχάριστη αλλαγή από το τουρκικό ρακί. Και τα ελληνικά λιμάνια θα άλλαζαν προς το καλύτερο, ενώ η ακόμη στοιχειώδης βιομηχανία που υπάρχει θα μπορούσε να εξάγει σε ανταγωνιστικές τιμές. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όμως πρέπει να υλοποιηθούν από τους Έλληνες και μόνο. Κάτι τέτοιο, πάντως, είναι σημαντικά ευκολότερο υπό συνθήκες βελτίωσης του οικονομικού περιβάλλοντος απ’ ό,τι όταν η χώρα έχει ξεπέσει στο επίπεδο της αναπτυξιακής βοήθειας.

Επομένως, αποχαιρετώντας το ευρώ, ο τουρισμός, η εγχώρια γεωργία, η βιομηχανία και οι εξαγωγές θα ωφελούνταν. Τι σας έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό που θα μπορούσε να εξάγει η Ελλάδα; Μερικά παραδείγματα: ελαιόλαδο, κρασί, φέτα, τζατζίκι, ούζο, ίσως υφάσματα ή φαρμακευτικά προϊόντα, μια και η χώρα διαθέτει ακόμη μερικές βιομηχανίες που παράγουν γενόσημα φάρμακα.


Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Συμπτώσεις....

Εγώ θα πω ότι απλώς έτυχε, μια μέρα πριν τη δράση που είχαμε ανακοινώσει για αύριο και μερικές μέρες μετά την δημοσίευση (και από άλλα blogs) σχετικά με τη κατάσταση που βρισκόνταν, υπάλληλοι του δήμου να καθαρίσουν τη τεχνητή λίμνη στο Πεδίο του Άρεως....








Έστω κι έτσι, πετύχαμε κάτι (ή είπαμε...απλώς έτυχε).

Τη Παρασκευή θα έχουμε ενημέρωση από τον κ. Αρβανίτη (αντιδήμαρχος εθελοντισμού) και από υπαλλήλους της καθαριότητας στον ίδιο τον χώρο σχετικά με τις συνθήκες και τους τρόπους για το πως μπορεί να διατηρηθεί ο περιβάλλον χώρος, καθαρός!